- μπορετός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί, ο δυνατός, ο κατορθωτός: Δεν ήταν μπορετό να σε δω χθες το βράδυ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπορετός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να γίνει από κάποιον, δυνατός, κατορθωτός, εφικτός, πραγματοποιήσιμος 2. αυτός που έχει δύναμη, κραταιός, ισχυρός («γιατί κι οι δύο σα μπορετοί και βασιλιοί μεγάλοι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορώ + κατάλ. τός, κατά το… … Dictionary of Greek
ημπορετός — και μπορετός, ή, ό (Μ ἠμπορετος και ἐμπορετός, μπορετός) 1. αυτός που μπορεί να γίνει, ο δυνατός, ο κατορθωτός, ο εύκολος 2. ισχυρός, δυνατός («δύο σα μπορετοί και βασιλιοι μεγάλοι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπορετός] … Dictionary of Greek